- ἀλιτρόνοος
- ἀλῑτρό-νοος, ον,A wicked-minded, Maiist.56, Orac. ap. Eus.PE14.20, Epigr.Gr.1052 ([place name] Stratonicea).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλιτρονόοιο — ἀλιτρόνοος wicked minded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτρονόους — ἀλιτρόνοος wicked minded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτρονόων — ἀλιτρόνοος wicked minded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek